- υδροφορείο(ν)
- το повозка водовоза
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
υδροφορείο — το, Ν ειδικό όχημα για τη μεταφορά νερού. [ΕΤΥΜΟΛ. < υδροφόρος. Η λ., στον λόγιο τ. ὑδροφορεῖον, μαρτυρείται από το 1897 στο Ελληνογαλλικόν Λεξικόν τού Άγγ. Βλάχου] … Dictionary of Greek